- ἀνανέωσις
- ἀνανέωσιςrenewalfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνανεώσει — ἀνανέωσις renewal fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνανεώσεϊ , ἀνανέωσις renewal fem dat sg (epic) ἀνανέωσις renewal fem dat sg (attic ionic) ἀνανεόομαι renew fut ind mp 2nd sg ἀ̱νανεώσει , ἀνανεόομαι renew futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανεώσεις — ἀνανέωσις renewal fem nom/voc pl (attic epic) ἀνανέωσις renewal fem nom/acc pl (attic) ἀνανεόομαι renew aor subj act 2nd sg (epic) ἀνανεόομαι renew fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανανέωση — (Νομ.).Σημαίνει σύμβαση με την οποία καταργείται μία ενοχή και στη θέση της εισάγεται μια νέα. Μπορεί να αλλάζει και ένα από τα πρόσωπα των αρχικών συμβαλλομένων, μπορεί και όχι. Για να είναι η α. ισχυρή, πρέπει να έχει κάποιον σκοπό που να… … Dictionary of Greek
ανανεώνω — (Μ ἀνανεώνω) και ἀνανεῶ ( όω) (Α ἀνανεῶ) (Ν και ανανιώνω, Α ἀνανεοῡμαι, όομαι) κάνω κάτι πάλι νέο, τού ξαναδίνω ισχύ, τό επαναλαμβάνω εκ νέου νεοελλ. 1. κάνω κάτι πάλι καινούργιο, τό παρουσιάζω με βελτιωμένη μορφή, φρεσκάρω 2. αντικαθιστώ κάτι… … Dictionary of Greek
ՆՈՐՈԳՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0446 Chronological Sequence: 6c, 11c գ. ՆՈՐՈԳՈՒԹԻՒՆ ՆՈՐՈԳՈՒՄՆ. ἁνανέωσις, ἑγκαίνησις renovatio ἁλλοίωσις mutatio καινότης novitas. Նորոգելն, իլն, ըստ ամենայն առման. *Մատուցանել թուղթս վասն նորոգութեան (կամ նորոգման) սիրոյ եղբայրութեան… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՆՈՐՈԳՈՒՄՆ — (գման.) NBH 2 0446 Chronological Sequence: 6c, 11c գ. ՆՈՐՈԳՈՒԹԻՒՆ ՆՈՐՈԳՈՒՄՆ. ἁνανέωσις, ἑγκαίνησις renovatio ἁλλοίωσις mutatio καινότης novitas. Նորոգելն, իլն, ըստ ամենայն առման. *Մատուցանել թուղթս վասն նորոգութեան (կամ նորոգման) սիրոյ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἀνανεώσεως — ἀνανεώσεω̆ς , ἀνανέωσις renewal fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανεώσῃ — ἀνανεώσηι , ἀνανέωσις renewal fem dat sg (epic) ἀνανεάζω become young fut part act fem dat sg (attic epic ionic) ἀνανεάζω become young fut part act fem dat sg (attic epic ionic) ἀνανεόομαι renew aor subj mp 2nd sg ἀνανεόομαι renew fut ind mp 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανέωσιν — ἀνανέω come to the surface pres subj act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἀνανέωσις renewal fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)